- επιπλέκω
- (Α ἐπιπλέκω)περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνωνεοελλ.(για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύωαρχ.1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας2. δένω, δεσμεύω3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.)3. ανήκω4. παθ. ἐπιπλέκομαιεμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῑς Ἕλλησιν», Στράβ.)5. παθ. έρχομαι σε σαρκική επαφή6. (μτχ. παθ. παρακμ. ἐπιπεπλεγμένοςα) αναμεμιγμένοςβ) περίπλοκος.
Dictionary of Greek. 2013.